Dictionary of Greek. 2013.
Ταϊλανδός — και Ταϋλανδός, ο, θηλ. Ταϊλανδή και Ταϋλανδή, Ν ο κάτοικος τής Ταϊλάνδης ή αυτός που κατάγεται από την Ταϊλάνδη … Dictionary of Greek